0 0 votes
Article Rating

Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελούσε αρχικά μέρος της διδακτορικής διατριβής μου. Είναι γραμμένο βιαστικά, θα αναθεωρηθεί όμως κάποια στιγμή στο μέλλον. Η απόδοση των χρωμάτων στους πλανήτες είναι μια τυπική διαδικασία, βασισμένη ως πρότυπο στη λογική. Από το 1986, παρουσιάστηκαν επανειλημμένα δυσκολίες σχετικά με αυτό το θέμα. Μόνο πρόσφατα, στις 26 Μαΐου του 2000, βρήκα μια ικανοποιητική λύση, λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις που είχα θέσει.

Αντίληψη και οργάνωση των χρωμάτων

“Αυτοί που συνθέτουν από το χρωματιστό φως το απλό και απαραίτητο λευκό φως, αυτοί είναι οι πραγματικοί σκοταδιστές.”
(Goethe, Maxims and reflections)

Ο Goethe θα είχε αποποιηθεί της ποίησης, των μυθιστορημάτων και ίσως του υπόλοιπου έργου του για χάρη μόνο της “Θεωρίας των Χρωμάτων” του (Theory of Colors). Ο Johann Eckermann, στενός φίλος του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αναφέρει την αξιοσημείωτη άποψη του φίλου του: “Για όλα τα πράγματα που έχω γράψει ως ποιητής, δεν βρίσκω κανέναν λόγο για να είμαι υπερήφανος. Αλλά το να είμαι το μόνο πρόσωπο του αιώνα μου που αναγνώρισε σαφώς αυτήν τη δύσκολη επιστήμη των χρωμάτων, γι’ αυτό πράγματι είμαι πολύ περήφανος και θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο από πολλούς επιστήμονες.” [1] Για τον Goethe, δεν ήταν τόσο ζήτημα θεωρητικής επαλήθευσης και επιστημονικής επίδειξης, όσο ζήτημα κατανόησης και αλήθειας. [2] Το χρώμα δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσα από την αιτιολόγηση μέσω οργάνων. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς της γνώσης που από την ίδια την φύση τους αποφεύγουν τη μαθηματική και οργανική προσέγγιση της επιστήμης. Κι αυτό επειδή μέσω της έρευνας των χρωμάτων ξετυλίγεται το νήμα της αμφιβολίας του Goethe, σχετικά με τον νεωτερισμό του αιώνα του -τον αιώνα του Πεφωτισμένου Ορθολογισμού- και εκείνες τις αντιλήψεις που αλλοιώνουν τις μελέτες και τις νοητικές αναπαραστάσεις. “Σέβομαι τα μαθηματικά (…) αλλά δεν μπορώ να επιδοκιμάσω την επιθυμία να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά σε τομείς, όπου αυτή η ευγενής επιστήμη φαίνεται παράλογη. Σαν να επρόκειτο εδώ για κάτι που θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο με τη βοήθεια της μαθηματικής επιστήμης!” [3] Ο Goethe ασχολήθηκε, σε προσωπικό επίπεδο, πολύ σοβαρά με το ζήτημα των χρωμάτων, όχι βέβαια λόγω της ψυχοκοινωνιολογικής δυναμικής (συχνά τόσο χυδαίας όσο και παραπλανητικής) την οποία εισήγαγε ο νεαρός Eckermann, [4] αλλά μάλλον επειδή το ζήτημα απασχολούσε ολόκληρη την ύπαρξή του, με εφαλτήριο τον τρόπο κατανόησης του κόσμου. Ο συλλογισμός που υπάρχει στην Θεωρία των Χρωμάτων, ακριβώς όπως στη Μεταμόρφωση των Πλανητών (Metamorphosis of the Planets), είναι βασισμένος σε ένα πρότυπο και ο Goethe ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του τού αιώνα του.

Το χρώμα πρέπει να γίνει κατανοητό μέσα από μια σφαιρική και όχι αναλυτική θεώρηση, μέσα από μία οπτική, παρά πραγματολογική θεώρηση, ως μία έννοια που γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις. Η αντίληψη για τα χρώματα εξαρτάται από την ισορροπία της φωτεινότητας: στο σκοτάδι όλα είναι μαύρα, ενώ και στο πολύ φωτεινό φως κάποιος δεν μπορεί να διακρίνει τα χρώματα. Στο τέταρτο μέρος της πραγματείας του, ο Goethe παραθέτει δύο βασικές ιδέες: την προέλευση των χρωμάτων (από το Μπλε στο Κίτρινο) ως λειτουργία σκοταδιού και φωτός και την καθιέρωση του “τελικού” χρώματος, του Κόκκινου, μέσα από την ενδυνάμωση καθενός από τα αρχικά χρώματα. [5] Έτσι, το Κόκκινο είναι το τελικό στάδιο του Κίτρινου, όταν αυτό σκουραίνει, όπως επίσης και το τελικό στάδιο του Μπλε, όταν αυτό φωτίζεται. Τρία ενδιάμεσα χρώματα (Πράσινο, Πορφυρό και Πορτοκαλί) επιτυγχάνουν μία χρωματική διάταξη, μέσω της εξέλιξης και του συνδυασμού των τριών βασικών χρωμάτων. Στην πραγματικότητα, το Κίτρινο, που προέρχεται από το φως, και το Μπλε, που προέρχεται από το σκοτάδι, συνδυάζονται για να δώσουν το Πράσινο, τονίζονται και δίνουν το Πορτοκάλι και το Πορφυρό, καταλήγοντας έτσι στο Κόκκινο.

Η θεωρία γένεσης των χρωμάτων που ο Goethe αντιτάσσει στον Νευτώνειο πειραματισμό, δηλ. ότι το φάσμα του λευκού φωτός αναλύεται σε επτά χρώματα (από τα οποία το ένα, το λουλάκι, είναι τεχνητό και το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία προστίθεται για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της αναλογίας μεταξύ του χρωματικού φάσματος και της μουσικής κλίμακας), αποδεικνύεται αληθινή μέσα από την εμπειρία των βαφέων και των ζωγράφων, όπως για παράδειγμα του Leonardo Da Vinci, ο οποίος επίσης έκανε διάκριση ανάμεσα σε χρώματα φωτεινά (κόκκινο και κίτρινο) και χρώματα σκοτεινά (μπλε και πράσινο). Με άλλα λόγια, ο Goethe αντιτάσσει στον μέσα από όργανα πειραματισμό για το φως την αντίληψη και τη “φυσική” παρατήρηση των αντικειμένων και το χρωματισμό τους στο φως. Δεν είναι τόσο θέμα αντικειμενικότητας ή υποκειμενικότητας -η προσέγγιση του φιλοσόφου Weimar είναι το ίδιο “αντικειμενική” όπως και αυτή του άγγλου προκατόχου του- όσο ζήτημα διαφοράς στη φύση της ποιότητας της αντίληψης: το ένα είναι απλό και καθολικό, ενώ το άλλο έμμεσο και επιτελεστικό και προϊόν αποκλειστικά ενός καθορισμένου πολιτισμού, ενός πολιτισμού αιτιολόγησης μέσα από όργανα, ο οποίος έχει την ανάγκη να επιβεβαιώνει “την καθολικότητα” και “την αντικειμενικότητά του”, παρ’ ό,τι αντιτάσσεται στην κοινή αντίληψη. [6]

Τα χρώματα του Goethe μπορούν να ταξινομηθούν σε έναν χρωματικό κύκλο (πβλ. σχήμα 1Α), στον οποίο τα συμπληρωματικά χρώματα βρίσκονται διαμετρικά αντίθετα. Είναι, επίσης, δυνατό να σχηματισθεί ένα τριγωνικό σχήμα με τα τρία βασικά χρώματα στις γωνίες και τα τρία ενδιάμεσα χρώματα στις πλευρές του. [7]


Σχήμα 1Α και 1Β

Αυτό το σχήμα δεν εξαντλεί όλες τις χρωματικές δυνατότητες. Πώς θα έπρεπε κάποιος να χειριστεί το Καφέ, το Ροζ ή το Γκρι, προϊόντα συνδυασμού του Κόκκινου, του Μαύρου και του Λευκού; Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας δεύτερος χρωματικός κύκλος ή ένα τρίγωνο (βλ. διάγραμμα 1B), με το κόκκινο αυτή τη φορά ως τελικό στάδιο μιας διαδικασίας απάλυνσης του Λευκού, καθώς επίσης και του Μαύρου. Το Ροζ και το Καφέ θα ήταν, έπειτα, το ενδιάμεσο στάδιο, και το Γκρι ο συνδυασμός Άσπρου και Μαύρου.

Το 1969 οι γλωσσολόγοι Berlin και Kay έδειξαν ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από την πλειοψηφία των γλωσσών για να δηλώσουν τα χρώματα μπορούν να ταξινομηθούν σε 11 θεμελιώδεις όρους, για εκείνα ακριβώς τα χρώματα που κυριαρχούν στους δύο χρωματικούς κύκλους: “Αν και οι διάφορες γλώσσες κωδικοποιούν στα λεξιλόγιά τους διαφορετικό αριθμό βασικών κατηγοριών χρώματος, σε κάθε γλώσσα υπάρχει ένας συνολικός καθολικός κατάλογος έντεκα ακριβώς βασικών κατηγοριών, από τις οποίες σχηματίζονται έντεκα ή λιγότεροι βασικοί χρωματικοί όροι. Οι έντεκα βασικές κατηγορίες χρώματος είναι: άσπρο, μαύρο, κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, μπλε, καφέ, πορφυρό, ροζ, πορτοκαλί και γκρι.” [8]

Επιπλέον, οι Berlin και Kay ανακάλυψαν την ύπαρξη σειράς προτεραιότητας, όσον αφορά τους όρους που επιλέγονταν σε περιπτώσεις όπου μια γλώσσα έχει έναν πολύ περιορισμένο αριθμό όρων για τον προσδιορισμό των χρωμάτων: “Όλες οι γλώσσες έχουν όρους για το άσπρο και μαύρο. Εάν μια γλώσσα έχει τρεις όρους, τότε ο επιπλέον όρος είναι το κόκκινο. Εάν μια γλώσσα έχει τέσσερις όρους, τότε περιέχει έναν όρο για το πράσινο ή το κίτρινο (αλλά όχι και για τα δύο). Εάν μια γλώσσα χρησιμοποιεί πέντε όρους, τότε έχει τους όρους και για το πράσινο και για το κίτρινο. Εάν μια γλώσσα έχει έξι όρους, τότε περιέχει επιπλέον όρο για το μπλε. Εάν μια γλώσσα περιέχει επτά όρους, τότε περιέχει όρο για το καφέ. Εάν μια γλώσσα περιέχει οκτώ ή περισσότερους όρους, τότε περιέχει όρο για το πορφυρό, το ροζ, το πορτοκάλι, το γκρι ή κάποιο συνδυασμό αυτών.” [9]

Μπορούμε να φανταστούμε μια χρωματική παράθεση σε έναν διπλό κύκλο με το Κόκκινο στο κέντρο, το βασικότερο χρώμα σύμφωνα με τον Goethe, του οποίου η σημασία ενισχύεται από τη μελέτη των αμερικανικών γλωσσολόγων, ή διαφορετικά έναν αστεροειδή σχηματισμό, ο οποίος συνδυάζει τα δύο προηγούμενα διαγράμματα και στον οποίο τα έντεκα χρώματα εμφανίζονται δίπλα στα χρώματα με τα οποία συσχετίζονται περισσότερο (πβλ. σχήματα 2 και 3).

 

 

 

 

 

 

 

Σχήμα 2 (αριστερά) – σχήμα 3 (δεξιά)

 

Χρώματα και πλανήτες

“Υπάρχουν σε καθολικό επίπεδο έντεκα βασικές αντιληπτές κατηγορίες χρώματος για τους ανθρώπους, οι οποίες σε οποιαδήποτε γλώσσα χρησιμεύουν ως ψυχολογικά σημεία αναφοράς σε έντεκα ή σε λιγότερους βασικούς όρους για τα χρώματα.”
(Berlin και Kay: “Color Terms”)

Σύμφωνα με τους Berlin και Kay, η ανθρώπινη αντίληψη είναι σε θέση να διακρίνει –σε καθολικό επίπεδο– έντεκα κατηγορίες χρωμάτων, αντίστοιχες προς τους όρους που χρησιμοποιούνται για να τα δηλώσουν. Αυτοί οι έντεκα όροι είναι κοινοί σε αρκετά διαφορετικές γλώσσες και πολιτισμούς. Τα αποτελέσματα αυτών των ανθρωπολογικών-γλωσσολογικών μελετών έχουν απορριφθεί από την επιστημονική κοινότητα, η οποία είναι εχθρική σε οποιαδήποτε «εισβολή» της βασισμένης σε πρότυπο λογικής στην περιοχή της συνείδησης. Όταν όμως φτάνουμε στο ζήτημα των αριθμών, όπως στην περίπτωση των Κινέζων ή των Ινδών, αντιμετωπίζουμε ένα ζήτημα που έχει να κάνει πρωτίστως με την βασισμένη σε ένα πρότυπο σκέψη. [9b]

Όπως προκύπτει από παλαιότερες μελέτες μου, οι πλανήτες είναι ψυχικοί πομποί που λειτουργούν βασισμένοι στην αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι ακριβώς δέκα στον αριθμό (ή έντεκα εάν λάβουμε υπόψη τούς αστεροειδείς και την αντιπροσωπευτικότερη αυτών Δήμητρα). Συνεπώς, δικαιολογείται μια “αναλογία” μεταξύ των πλανητών και των χρωμάτων.

Πλούτωνας:ΜΑΥΡΟ
Σελήνη:ΛΕΥΚΟ
Άρης:ΚΟΚΚΙΝΟ
Ήλιος:ΚΙΤΡΙΝΟ
Ουρανός:ΜΠΛΕ
Αφροδίτη:ΠΡΑΣΙΝΟ
Δίας:ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Ποσειδώνας:ΒΙΟΛΕΤΙ
Κρόνος:ΓΚΡΙ
Ερμής:ΚΑΦΕ
Ερμής: ιριδίζον χρώμα και πηγή όλων των χρωμάτων που συνδυάζονται.
Κρόνος: το λιγότερο αγαπητό χρώμα, και οι χιλιάδες άχρωμες σκιές του.
Ποσειδώνας: πέρα από τα όρια του χρωματικού φάσματος, με τις γενναιόδωρες προθέσεις του.
Δίας: εκρηκτικά φωτεινό χρώμα, που βλέπει μακριά λόγω της δύναμής του.
Αφροδίτη: έντονο πράσινο της βλάστησης.
Ουρανός: κυανό του καθαρού ανεφέλωτου ουρανού.
Ήλιος: φως.
Άρης: τραυματισμένο, αιμορραγία.
Σελήνη: καθαρό, με τις απόλυτες σιωπές του.
Πλούτωνας: ο τελικός κριτής, αόρατος και σκοτεινός.

Στον καθορισμό της σχέσης των έντεκα χρωμάτων των Berlin και Kay
με τους δέκα πλανήτες του πλανητικού μας στερεώματος (ή έντεκα με την Ceres, την εκπρόσωπο των αστεροειδών), ελήφθησαν υπόψη ορισμένες λογικές αρχές:

  1. Η οργάνωση των πλανητών σε μια συνεχή χρωματική ομάδα, που συγκεντρώνει τον μέγιστο πιθανό αριθμό χρωμάτων. Για την ακρίβεια, μόνο ένα χρώμα, το ροζ, δεν βρίσκει καμία θέση στο σχέδιο.
  2. Η απόδοση των θερμότερων χρωμάτων (κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, καφέ, πορφυρό) στους γρήγορους πλανήτες ή πιο εξωστρεφείς, και των ψυχρότερων στους πλανήτες τους αργούς ή πιο εσωστρεφείς.
  3. Η καθιέρωση ενός άξονα ή ενός συμμετρικού κέντρου, σχετικού με τα ζεύγη των πλανητών, όπως καθορίζονται από την πλανητική τους διάταξη.

Με άλλα λόγια, η εργασία σχετίζεται με την απόδοση πέντε χρωμάτων σε πέντε πλανήτες: 120 θεωρητικές δυνατότητες. Ήμουν σε θέση να βρω μόνο έναν χρωματικό κύκλο που να ικανοποιεί την πρώτη αρχή, αυτόν με την ακολουθία: πράσινο, μπλε, πορφυρό, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, καφέ, μαύρο, γκρι, άσπρο.

Η αρχική μου αίσθηση είχε να κάνει με τους τέσσερις αρχικούς πλανήτες από το “T’ai Ki planetaries”: Ήλιο, Σελήνη, Άρη και Πλούτωνα, [10] στους οποίους αποδίδονται τα “ορατά” χρώματα, κίτρινο, άσπρο, κόκκινο και μαύρο. Αυτά τα τέσσερα χρώματα, τα οποία δηλώνονται με σαφήνεια σε λεξιλογικό επίπεδο σε μια ευρεία ποικιλία γλωσσών, σύμφωνα με τη μελέτη των Berlin και Kay, αντιστοιχούν, επίσης, στα τέσσερα είδη σωματικών υγρών της αρχαίας ελληνικής ιατρικής: κίτρινη χολή, φλέγμα, αίμα και μαύρη χολή. [11]

Το πρόβλημα της συμμετρίας μπορεί να επιλυθεί (3η αρχή), καθώς οι τέσσερις πλανήτες ανήκουν σε δύο πλανητικά ζεύγη, τα οποία στοιχειοθετούν έναν άξονα συμμετρίας Μπλε-Καφέ, αφήνοντας όμως ανοιχτές έξι άλλες δυνατότητες. Το γκρι φαίνεται να ταιριάζει ιδανικά με τον Κρόνο, όπως επίσης και το πορτοκάλι στον Δία. Παραμένουν ο Ερμής και ο Ποσειδώνας, από την προοπτική των “θερμών” πλανητών. Το Καφέ ταιριάζει καλύτερα στον Ερμή και το Πορφυρό στον Ποσειδώνα, παρά το αντίθετο. Ακολουθεί η απόδοση του Πράσινου στην Αφροδίτη και του Μπλε στον Ουρανό, ο οποίος, παρά την ιστορική-μυθολογική του συσχέτιση (Θεός του ουρανού), έχει, κατά την άποψή μου, την δυσκολότερη προς δικαιολόγηση αντιστοίχηση. Το Ροζ, ένα μίγμα Κόκκινου και Άσπρου, παρά το γεγονός ότι αποκλείεται από το χρωματικό κύκλο, ταιριάζει ιδανικά με τους αστεροειδείς και με την Δήμητρα, ως εκπρόσωπό τους, σε αυτό το σχήμα, όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες παραγράφους [12] από τον πρότυπο “Ενότητα-Πολλαπλότητα”, που προκύπτει από τα δεδομένα που αποδίδονται στον Άρη (Κόκκινο) και στη Σελήνη (Άσπρο).


Διάγραμμα του Χρωματικού Κύκλου για τους πλανήτες

 

Τα χρώματα των δύο χρωματικών κύκλων (βλ. σχήμα 1), με εξαίρεση το ροζ, μπορούν να συνδυαστούν σε ένα ορθογώνιο σχέδιο, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται οι “θερμοί και ξηροί” πλανήτες (Άρης, Δίας και Ήλιος) και στο κατώτατο σημείο τα χρώματα που συνδέονται με τους “ψυχρούς και υγρούς” πλανήτες (Σελήνη, Κρόνος και Πλούτωνας). Στο κέντρο βρίσκονται εκείνα τα χρώματα που συνδέονται με τους πλανήτες των οποίων η θέση είναι διφορούμενη: ουδέτερος Ερμής, Αφροδίτη σκοτεινή και θηλυκή για τους Έλληνες, αλλά πολύ υγρή και συγκρατημένα θερμή για τον Kepler, Ουρανός και Ποσειδώνας αόριστης τοποθέτησης και με ποικίλες ιδιότητες σύμφωνα με διάφορους αστρολόγους (βλ. σχήμα 5).


Ορθογώνια διάταξη των 2 Χρωματικών Κύκλων

 

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει σε αυτό το θέμα καμίας μορφής συναίνεση μεταξύ των αστρολόγων. Παραδείγματος χάριν, το 1910 ο γάλλος αστρολόγος Jean Maveric πρότεινε την ακόλουθη αντιστοίχηση: Σελήνη: λευκό, Ερμής: πολύχρωμος, Αφροδίτη: πράσινο, Ήλιος: κίτρινο, Άρης: κόκκινο, Δίας: μπλε, Κρόνος: μαύρο-καφέ, Ουρανός: “πρισματικά” χρώματα, Ποσειδώνας: μωβ. [13]

Στο λήμμα “πλανητικά χρώματα”, το λεξικό του Fred Gettings δίνει μία ποικιλία αποδόσεων από συγκεκριμένους συγγραφείς (William Lilly, Helena Blavatsky, Γ. Libra, H.L. Cornell και Manly Palmer Hall). Μεταξύ των πολλών διαφορετικών χρωμάτων που αποδίδονται σε κάθε πλανήτη είναι: Σελήνη: Λευκό, Ερμής: καφέ, Αφροδίτη: πράσινο, Ήλιος: κίτρινο, Άρης: κόκκινο, Κρόνος: γκρι, Ουρανός: μπλε, Ποσειδώνας: μωβ, Πλούτωνας: μαύρο. [14] Μόνο ο Δίας, στον οποίο μερικοί συγγραφείς αποδίδουν το μπλε και το ιώδες, αποκλίνει από το χρωματικό σχέδιο που έχω προτείνει. Το ίδιο συμβαίνει και στις αντιστοιχήσεις του Jean Mavéric. Όντας αξιοπερίεργο, ο Françoise Gauquelin παρατήρησε μια ασυνέπεια από τους αστρολόγους σχετικά με την απόδοση των γνωρισμάτων του ανθρώπινου χαρακτήρα στον Δία. [15] Είναι πιθανό, ότι υπάρχει ένα γενικότερο “πρόβλημα” στην αστρολογική κοινότητα αναφορικά με τον Δία.

Γνωρίζουμε ότι οι Βαβυλώνιοι έδωσαν μεγάλη σημασία στην ορατότητα και την εμφάνιση των πλανητών, θεμελιώδη και απαραίτητα στοιχεία για την αστρολογική πρόγνωση. Ο Rumen Kolev παραθέτει τον ακόλουθο κατάλογο, βασισμένο σε διαφορετικές πηγές: Σελήνη: Μπλε, Ήλιος: Κίτρινος, Άρης: Κόκκινο, Ερμής: μεταβλητός, Αφροδίτη: Λευκό, Δίας: Πορτοκάλι, Κρόνος: Γκρι. [16]

Οι Sabeans της Harran, μια κοινότητα ελληνιζόντων παγανιστών, διατήρησε τις αστρολογικές διδασκαλίες των Βαβυλωνίων μέχρι το 10ο αιώνα μ.Χ. Η πόλη Harran κατείχε επτά πύλες και επτά ναούς, καθένας από τους οποίους είχε αφιερωθεί σε έναν βαβυλωνιακό θεό, και που κατασκευάστηκαν σύμφωνα με μια χαρακτηριστική γεωμετρική μορφή, η οποία με τη σειρά της συνδέθηκε με ένα μέταλλο ή ένα χρώμα (σύμφωνα με το κείμενο του Ibn Shaddad, 1216-1285):

Sîn (Σελήνη: Λευκό), Nabû (Ερμής: Καφέ), Ishtar (Αφροδίτη: Μπλε), Shamash (Ήλιος: Κίτρινο), Nergal (Άρης: Κόκκινο), Marduk (Δίας: Πράσινο), Ninurta (Κρόνος: Μαύρο). [17] Τα επτά χρώματα των ναών της Harran είναι επίσης τα πρώτα επτά στον κατάλογο των Berlin και Kay. Ο συγκριτικός πίνακας παρακάτω συνοψίζει αυτές τις διαφορετικές αντιστοιχήσεις και αποδόσεις.

 

Η πλανητική εβδομάδα και τα μέταλλα

“Έτσι ανακαλύψαμε ότι τα επτά μέταλλα της αλχημικής παράδοσης, δηλ. ασήμι, υδράργυρος, χρυσός, μόλυβδος, σίδηρος, χαλκός και κασσίτερος, παρήγαγαν πολύ ιδιαίτερες παραλλαγές στο μόριο του DNA.”
(Etienne Guille)

Οι ημέρες της εβδομάδας, στις περισσότερες από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, συνδέουν τα ονόματα τους με τους πλανήτες: Δευτέρα (ημέρα της Σελήνης)… μέχρι την Κυριακή (ημέρα του Ήλιου). Ακόμα κι αν αυτή η “αστρολογική” κληρονομιά μπορεί να στηριχθεί στο λεξιλόγιο και στον πολιτισμό μας, αυτές οι αντιστοιχήσεις δεν έχουν καμία ακριβή αστρολογική αξία, δεδομένου ότι εμφανίστηκαν μέσα από μια απλή αριθμητική διαδικασία και όχι βάσει κάποιου φυσικού αξιώματος. Η πλανητική εβδομάδα, που βεβαιώνεται από το 2ο αιώνα π.Χ., είναι φαινομενικά μεσοποτάμιας ή συριακής προέλευσης: οι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι, σε αντίθεση προς τους σημιτικούς λαούς, δεν γνώριζαν την εβδομάδα των επτά ημερών. [18]

Μια άμεση εφαρμογή της πλανητικής εβδομάδας εμφανίζεται στο “ψευδο-αστρολογικό” φαινόμενο των πλανητικών ωρών ή των Χρονοκρατόρων, πιθανώς αιγυπτιακής προέλευσης: κάθε μια από τις 168 ώρες της εβδομάδας κυβερνάται από έναν από τους πλανήτες της Επτάδας. Οι πλανήτες που κυβερνούν τις ώρες διαδέχονται ο ένας τον άλλο, ακολουθώντας μια φθίνουσα πορεία της αστρικής τους τροχιάς, η οποία επιτρέπει στην πρώτη ώρα κάθε ημέρας να κυβερνηθεί από τον πλανήτη εκείνης της ημέρας στην τάξη της πλανητικής εβδομάδας. Έτσι η πρώτη ώρα (αυτή της ανατολής του ήλιου) του Σαββάτου κυβερνάται από τον Κρόνο, η δεύτερη από Δία, η τρίτη από τον Άρη, και ούτω καθ’ εξής μέχρι την έβδομη ώρα, που κυβερνάται από τη Σελήνη. Η όγδοη ώρα, καθώς επίσης και η δέκατη πέμπτη και η εικοστή πρώτη ώρα, για άλλη μια φορά κυβερνώνται από τον Κρόνο, η εικοστή τρίτη από τον Δία και η εικοστή τέταρτη από τον Άρη, που οδηγεί στην πρώτη ώρα της Κυριακής, κυβερνώμενη από τον Ήλιο, όπως ακριβώς η πρώτη ώρα της Δευτέρας κυβερνάται από τη Σελήνη, μέχρι και την πρώτη ώρα της Παρασκευής, που κυβερνάται από την Αφροδίτη.

Μια άλλη τεχνητή εφαρμογή της πλανητικής εβδομάδας βρίσκεται στο σύστημα των προσώπων ή στους Ζωδιακούς Δεκανούς που κυβερνώνται από τους πλανήτες: κάθε ένας από τους 36 δεκανούς κυβερνάται από έναν πλανήτη της Επτάδας στην ίδια φθίνουσα σειρά των αστρικών τροχιών τους, ξεκινώντας αυτήν την φορά με τον Άρη, κυβερνήτη του πρώτου δεκανού του Κριού, έπειτα προχωρώντας στον Ερμή, κυβερνήτη του πρώτου του δεκανού του Ταύρου, έπειτα προς τον Δία για τον πρώτο δεκανό των Διδύμων, και τελικά προς τον Κρόνο, τον Δία και τον Άρη για τον πρώτο, δεύτερο και τον τρίτο δεκανό των Ιχθύων αντίστοιχα. Με αυτόν τον τρόπο οι πλανήτες που κυβερνούν τον πρώτο δεκανό των ζωδίων διαδέχονται ο ένας τον άλλο με την σειρά της πλανητικής εβδομάδας, από τον Άρη στον Κριό μέχρι τη Σελήνη στο Ζυγό, έπειτα πάλι από τον Άρη στο Σκορπιό μέχρι τον Κρόνο στους Ιχθείς.

Αυτή η θεωρία φαίνεται ακόμα πιο τεχνητή, όταν κάποιος λάβει υπόψη του ότι εναρμονίζει δύο σχήματα αριθμητικής προέλευσης: αυτό της διαίρεσης του Ζωδιακού Κύκλου σε δεκανούς και αυτό της πλανητικής εβδομάδας. Γενικότερα, και θα το καταδείξω αργότερα, αυτή η ένωση των αριθμολογικών ουσιαστικά θεωριών -που πιθανώς στοιχειοθετήθηκαν στο συγκρητικό και ερμετικό περιβάλλον του Ελληνο-Αιγυπτιακού κόσμου, δεν αντιπροσωπεύει με κανέναν τρόπο ένα άλμα αστρολογικής εξέλιξης, αλλά μάλλον δηλώνεται ως ένα σημάδι της φθοράς της. Ο θετικιστής Bouché-Leclercq (1899) αυτόκλητα αναλαμβάνει τον στιγματισμό της αστρολογίας χρησιμοποιώντας γενικά τα παραδείγματα τέτοιων ασυνήθιστων σχεδίων και ο Françoise Schneider-Gauquelin προτείνει να εγκαταλειφθεί ένα μέρος αυτών των μοντέλων και να επιστρέψουν σε μια αστρολογία βασισμένη στην εμπειρία και την παρατήρηση, όπως εφαρμόστηκε πιθανώς στη Μεσοποταμία μερικούς αιώνες νωρίτερα. [19]

Αν και η πλανητική εβδομάδα και οι αστρολογικές θεωρίες που προέρχονται από αυτή δεν έχουν καμία σημαντική αστρολογική αξία, η “τεχνητή” πλανητική διαδοχή πιθανώς χρησίμευσε, προκειμένου να κωδικοποιηθεί ένα μέρος της γνώσης που είναι ελάχιστα επίπλαστο, π.χ. η γνώση περί των μετάλλων που συνδέονται με τους πλανήτες. Τα κύρια μέταλλα που ήταν γνωστά στην αρχαιότητα, με εξαίρεση τον ψευδάργυρο, συνδέθηκαν με τους πλανήτες: ο χρυσός με τον Ήλιο, το ασήμι με τη Σελήνη, ο σίδηρος με τον Άρη, ο χαλκός με την Αφροδίτη, ο κασσίτερος με τον Δία, ο μόλυβδος με τον Κρόνο και ο υδράργυρος με τον Ερμή. Αυτοί οι συσχετισμοί πιθανώς αναπτύχθηκαν, όταν η αλχημεία διατηρούσε στενούς δεσμούς με την αστρολογία. Όπως ο αστρολόγος Dom Néroman (1884-1953) έχει υποστηρίξει, είναι πιθανό ότι η διάταξη της πλανητικής εβδομάδας λειτούργησε ως ένας συμβολικός κώδικας για τη κατάταξη των αστρικών τροχιών των πλανητών, όπως η σειρά των ατομικών αριθμών των μετάλλων που συσχετίζονται με αυτούς. [20] Στην πραγματικότητα, κάποιος μπορεί να συνάγει από την κυκλική ή επταγραμματική σειρά (Κρόνος, Ήλιος, Σελήνη, Άρης, Ερμής, Δίας, Αφροδίτη), δύο ακόμα σειρές, αλλά μόνο δύο: μια, η οποία ξεκινά με τη Σελήνη και προσπερνά κάθε επόμενο πλανήτη (όπως στο παιχνίδι «βαρελάκια»), και μια, η οποία ξεκινά με τον Άρη και προσπερνά ανά δύο τους πλανήτες.

Η πρώτη σειρά (Σελήνη, Ερμής, Αφροδίτη, Ήλιος, Άρης, Δίας, Κρόνος) παρουσιάζει τη διάταξη των πλανητικών αστρικών τροχιών, που είναι γνωστή από παλιά στη Μεσοποταμία. [21] Η δεύτερη (Άρης, Αφροδίτη, Σελήνη, Δίας, Ήλιος, Ερμής, Κρόνος) παρουσιάζει τους ατομικούς αριθμούς των “πλανητικών μετάλλων”: Σίδηρος (26), χαλκός (29), ασήμι (47), κασσίτερος (50), χρυσός (79), υδράργυρος (80), μόλυβδος (82). Είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα πλανητικά μέταλλα έχουν μειωμένη θερμική αγωγιμότητα (ή ένα αυξανόμενο ποσοστό θερμομόνωσης) με το ασήμι να έχει τη μεγαλύτερη και να καταλήγουν σε αυτό με την μικρότερη (με εξαίρεση τον υδράργυρο, ο οποίος είναι υγρό μέταλλο), π.χ. ακολουθώντας τη στοίχιση των αστρικών τροχιών των μετάλλων που συνδέονται με αυτούς τους πλανήτες. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα πιθανό η πλανητική εβδομάδα να χρησιμοποιήθηκε από τους Βαβυλώνιους μύστες για να κωδικοποιηθεί η γνώση τους για την χημεία των επτά μετάλλων, που ήταν τότε γνωστά στη Μεσόγειο της αρχαιότητας, αφήνοντας έξω το όγδοο μέταλλο, τον ψευδάργυρο, που δεν χρησιμοποιήθηκε στο διάγραμμα.

Λαμβάνοντας υπόψη τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων του Dmitri Mendeleev (που καταρτίστηκε το 1869 και ολοκληρώθηκε αργότερα), ενός επιστήμονα με ιδιοσυγκρασία που κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι ήταν βασισμένη σε ένα πρότυπο, είναι σημαντικό να τονιστεί, στην επιλογή αυτών των μετάλλων, η σχέση τους με τα πλανητικά μέταλλα -αφήνοντας κατά μέρος τον υδράργυρο, ένα μέταλλο που οι κάτοικοι της Harran δεν θεώρησαν ποτέ κατάλληλο να συνδέεται με τον ουδέτερο πλανήτη της Ελληνικής Αστρολογίας. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, οι ατομικοί αριθμοί των πλανητικών μετάλλων επιβεβαιώνουν τις ακόλουθες σχέσεις: Χαλκός 29 (Αφροδίτη) = Σίδηρος 26 (Άρης) + 3, Κασσίτερος 50 (Δίας) = Άργυρος 47 (Σελήνη) + 3, Μόλυβδος 82 (Κρόνος) = Χρυσός 79 (Ήλιος) + 3.

Ας επιτρέψουμε την απόδοση του υδράργυρου στον Ερμή. Ακολουθώντας την ίδια γραμμή πλεύσης, ο ψευδάργυρος (με τα γαλαζωπά χρώματα και το μόνο μέταλλο πέρα των επτά που αναφέρθηκαν, που ήταν γνωστό στην αρχαιότητα) μπορεί να αποδοθεί στον Ουρανό, τον πρώτο εξωκρόνιο πλανήτη. Οι αντιστοιχήσεις των μετάλλων που ανακαλύπτονται αργότερα (αντιμόνιο τον 15ο αιώνα, ο λευκόχρυσος, το νικέλιο, το βισμούθιο, το κοβάλτιο και το βολφράμιο προς τα μέσα του 18ου αιώνα), μπορούν να συνεχίσουν ως ακολούθως: κοβάλτιο στον Ποσειδώνα, βισμούθιο στον Πλούτωνα, λόγω της σχέσης μεταξύ των ατομικών αριθμών. [22] Έτσι: Ψευδάργυρος 30 (Ουρανός) = Κοβάλτιο 27 (Ποσειδώνας) + 3, Βισμούθιο 83 (Πλούτωνας) = Υδράργυρος 79 (Ερμής) + 3.


Περιοδικός πίνακας Πλανητικών Μετάλλων και Χρωμάτων

 

Η εξέταση των ατομικών αριθμών των μετάλλων (ή των σχετικών πλανητών τους) μας επιτρέπει να εξάγουμε τους ακόλουθους συσχετισμούς (που περιλαμβάνουν 20 από τα 45 πλανητικά ζεύγη):

Σελήνη + Κρόνος = Ήλιος + Κρόνος
Σελήνη + Αφροδίτη = Άρης+ Δίας
Ήλιος + Αφροδίτη = Άρης + Κρόνος

Ερμής + Ουρανός = Ποσειδώνας + Πλούτωνας
Αφροδίτη + Ποσειδώνας = Άρης + Ουρανός
Ήλιος + Πλούτωνας = Ερμής + Κρόνος

Σελήνη + Ουρανός = Δίας + Ποσειδώνας
Σελήνη + Πλούτωνας = Ερμής + Δίας
Ερμής + Αφροδίτη = Άρης + Πλούτωνας
Ήλιος + Ουρανός = Κρόνος + Ποσειδώνας

Οι σχέσεις αυτές απορρέουν από τη “κυκλική” ζώνη που ακολουθεί, στην οποία οι πλανήτες και τα σχετικά μέταλλά τους τοποθετούνται με τη σειρά της χρωματικής διαδοχής τους: οι εξωστρεφείς πλανήτες στην κορυφή (θερμά χρώματα) και οι εσωστρεφείς πλανήτες στο κατώτατο σημείο (ψυχρά χρώματα):

Θεωρώντας αυτό το σχήμα ως έναν κύλινδρο που οριοθετείται από τον Ερμή και τον Πλούτωνα από το ένα άκρο και από τον Ποσειδώνα και τον Ουρανό στο άλλο άκρο, βλέπει κανείς τα πλανητικά ζεύγη που οργανώνονται στις διαγώνιες: Πλούτωνας-Ήλιος, Κρόνος-Δίας, Σελήνη-Άρης, Αφροδίτη-Ποσειδώνας και το ζεύγος Ουρανός-Ερμής που κλείνει τον κύλινδρο.

Από μια άλλη γωνία: Άρης + Ποσειδώνας = (Σελήνη + Αφροδίτη + Ουρανός)/2 = (Άρης + Δίας + Ουρανός)/2 = (Ήλιος + Ερμής)/3 = (Σελήνη + Κρόνος + Πλούτωνας)/4 = 53

Με άλλα λόγια, κρύβονται πίσω από τους ατομικούς αριθμούς των πλανητικών μετάλλων δύο αρμονικές σχέσεις, μια μεταξύ των πλανητών της διέγερσης ή τους εξωστρεφείς (με εξαίρεση τον Δία), και μια άλλη μεταξύ των πλανητών της παρεμπόδισης ή της εσωστρέφειας: Ήλιος + Ερμής = 3 Άρης + 3 Ποσειδώνας, και Κρόνος + Πλούτωνας = Σελήνη + 2 Αφροδίτη + 2 Ουρανός.

Δεν ξέρω εάν οι διάφορες παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν σε αυτό το κείμενο μπορούν να εξάψουν το ενδιαφέρον των αστρολόγων. Σε κάθε προσπάθεια στατιστικής μελέτης των χρωμάτων που επιλέγονται από τους ζωγράφους, χαιρετίζω τους κοσμηματοπώλες και τους εύχομαι καλές δουλειές.

Παραθέσεις – Σημειώσεις

[1] Conversations de Goethe avec Eckermann [Συζήτηση της 19 Φεβρουαρίου 1829], French tr. by Jean Chuzeville (1930), Paris, Gallimard, 1949; 1988, σελ. 285.

[2] Goethe entitled his memoirs: Truth and Poetry.

[3] Conversations de Goethe avec Eckermann, op. cit., σελ. 176

[4] Ibid., σελ. 284

[5] Cf. “General Internal Views,”, in Traité des couleurs, French tr. by Henriette Bideau, Paris, Triades, 1973. Αυτή η εργασία έχει πρόλογο από τον Rudolf Steiner, για τον οποίον μπορεί κανείς να διαβάσει την εξαιρετική δουλειά που έγινε στο πνεύμα του γηραιότερου συναδέλφου του: La science de l’occulte, French tr. by H. & R. Waddington, Paris, Triades, 1976.

[6] Στην ιστορία των χρωμάτων, η θεωρία του Goethe, και η διάκριση μεταξύ των φυσιολογικών, φυσικών και χημικών χρωμάτων, βλ. επίσης το άρθρο του Manlio Brusatin, “Couleurs (histoire de l’art)”: ” Καθίσταται προφανής μια ριζική αντίθεση, ένοτνα μη-επιστημονικής φύσης, στην οπτική του Νεύτωνα με την εμφάνιση της θεωρίας των χρωμάτων (Farbenlehre, 1810). Σε αυτήν την εργασία του ο Goethe αντιτάσσει σκόπιμα την άποψη του αρχικού χαρακτήρα του άσπρου φωτός προς το δευτερεύοντα χαρακτήρα των χρωματικών αισθήσεων. Αρνούμενος την αφηρημένη φύση τους, παρουσιάζει αντίθετα το ενδιαφέρον του για την αναδημιουργία μιας φυσιολογίας της όρασης, που περιλαμβάνει τη συμμετέχουσα υποκειμενικότητα του προσώπου που αντιλαμβάνεται και την εκτίμηση των φυσικών χρωμάτων έναντι στα νέα, χημικώς παραχθέντα χρώματα. Για να συνοψίσει τις θέσεις του ο Goethe, θα μπορούσε κανείς να πει ότι θέλησε να καθιερώσει μια θεμελιώδη διαλεκτική σχετικά με τη “μορφή” της αντίληψης των χρωμάτων και ότι επιθύμησε προ πάντων να υποβάλλει άλλη μια φορά υπο αμφισβήτηση την ενότητα του άσπρου φωτός, όπως ο Νεύτωνας υπεστήριξε. Αφού το χρώμα συνδέεται εξίσου και με το φως και με το σκοτάδι (καθαρότητα στο λευκό, και σκοτάδι στο μαύρο), είναι ο συνδυασμός τους, το γκρι, και όχι το άσπρο, το οποίο συγκεντρώνει και ενώνει μέσα του όλα τα άλλα χρώματα. Ο Goethe εξήγησε ότι τα χρώματα μπορούν να είναι φυσιολογικά (αυτό αναφέρεται στα υποκειμενικά χρώματα, χωρίς να μεσολαβεί οτιδήποτε άλλο από την πλευρά της αντίληψής τους), φυσικά (υποκειμενικά ή αντικειμενικά χρώματα ποικιλόβαθμης και μεταβλητής έντασης, που προκύπτουν από την επέμβαση διαφανών ή ημιδιαφανών σωμάτων), χημικά (εξ ολοκλήρου αντικειμενικά χρώματα, τα οποία συνδέονται με οργανισμούς και ουσίες διαφορετικής φύσης ή εξάγονται από αυτές).” (στην εγκυκλοπαίδεια Universalis, τόμος 6 ..1997.)

[7] Cf. το μάθημα της 19 Mαϊου 1981 που ο Gilles Deleuze, στο Saint-Denis, αφιέρωσε σε αυτό το ζήτημα. Ίσως το μεταφέρω αυτό το μάθημα στο site του C.U.R.A., καθώς και εγώ πήρα μέρος στην συζήτηση.

[8] Brent Berlin and Paul Kay, Basic Color Terms: Their Universality and Evolution, Berkeley, University of California Press, 1969; 1991, σελ. 2

[9] Berlin and Kay, op. cit., σελ. 3.

[9b] Σημείωση Ιούνιος 2001: Ο Graham Douglas τράβηξε την προσοχή μου στα άρθρα του που εξετάζουν τη δομική κατανομή των χρωμάτων: “Greimas’s Semiotic Square and Greek and Roman Astrology” (στο Semiotica, 114,1/2, 1997) “Color-Term Connotations, Planetary Personalities, and Greimas’s Square” (στο Semiotica, 115,3/4, 1997) “Why Is Venus Green? — A Morphological Approach to Astrology” (στο Correlation , 18,1, 1999) “Catastrophes in Semantic Space: Signs of Universality” (στο Semiotica, 132,3/4, 2000). Αν και η τετραμερής οργάνωσή του για τα χρώματα διαφέρει από τη δική μου, γενικά αυτή η προσέγγιση -που προέρχεται πρώτιστα από μια συγκριτική ανάλυση μεταξύ των πολιτισμών- είναι άξια ενδιαφέροντος. Στο Correlation ο Douglas καθορίζει τέλεια για την έρευνα αυτήν την τρίτη φωνή ή μονοπάτι που είχα κατά νου από την αρχή για το C.U.R.A.: “Μπορούμε επίσης να ορίσουμε μια νέα προσέγγιση στην αστρολογική έρευνα, που βασίζεται στην ανθρωπολογία, την ιστορία και τις πολιτιστικές μελέτες, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν εύκολα, ούτε στην πλευρά της διαίρεσης μεταξύ της αντικειμενικο-φυσικο-επιστημονικής έρευνας στην αστρολογία εναντίον της υποκειμενικής ερμηνείας των χαρτών από τους αστρολόγους, ούτε στην αστρολογία των ανθρώπινων πραγμάτων.” (σελ. 16) Ο Christopher Bagley καταλήγει με την ίδια σημείωση στο ίδιο ζήτημα: το “τελικό συμπέρασμά μου είναι να υπογραμμιστεί, άλλη μια φορά, ότι η αστρολογική έρευνα και η παροχή συμβουλών πρέπει να ενσωματωθούν μέσα στις επικρατούσες κοινωνικές και ψυχολογικές επιστήμες, με τον πληρέστερο τρόπο κατανόησης του ανθρωπίνου κινήτρου και συμπεριφοράς.” (άρθρο σελ. 38) Το άρθρο του Douglas παρέχει, επίσης, μερικές εξαιρετικά πολύτιμες βιβλιογραφικές αναφορές, όπως: Marshall Sahlins, “Colors and Cultures,” in: Symbolic Anthropology , J.L. Dolgin, D.S. Kemnitzer and D.M. Schneider, eds., New York: Columbia University Press, 1977; Paul Kay και Charles MacDaniel, “The Linguistic Meaning of Basic Color Terms,” στο: Language , 5, 1978; and Robert MacLaury, “From Brightness to Hue: An Explanatory Model of Color-Category Evolution,” στο: Current Anthropology , 33(2), 1992.

[10] Πρβ. το Σχηματικό μου Μοντέλο για την πλανητική διάταξη (08taiki.gif) στο The Planetaries, Astrological Planets. The Planetaries (Organization and Meaning of the Planetary Operators) – by Patrice Guinard, 10-2000.

[11] Πρβ. την διατριβή De la nature de l’homme ( προ του 400 π. Χ.), που αποδίδεται από τους Έλληνες στον Ιπποκράτη ή στον γαμπρό του, Πολύβιο, και η ανάλυση αυτού του έργου από τον Raymond Klibansky, Erwin Panofsky και Fritz Saxl: Saturne et la mélancholie, London, 1964, French tr., Paris, Gallimard, 1989.

[12] Πρβ. Patrice Guinard, The Planetaries, Astrological Planets. The Planetaries (Organization and Meaning of the Planetary Operators) – by Patrice Guinard, 10-2000.

[13] Jean Mavéric, La lumière astrale (Traité synthétique d’astrologie judiciaire), Paris, Daragon, 1910; Nice, Belisane, 1797, p. 21. Από τον ίδιο συγγραφέα, cf. Jacques Halbronn ( με την συνεργασία του Patrick Curry και Nicholas Campion), La vie astrologique il y a cent ans (d’Alan Leo à F. Ch. Bartlet), Paris, La Grande Conjonction/Trédaniel, 1992, p. 76-79.

[14] Fred Gettings, The Arkana Dictionary of Astrology, London, Routledge & Kegan Paul, 1985; rev. ed. London, Arkana, 1990, σελ. 378-379.

[15] Cf. Françoise Gauquelin, “Jupiter’s real nature,” (Κεφάλαιο 10), στο: Psychology of the Planets, San Diego (Calif.), ACS Publications, 1982, σελ. 61-64

[16] Cf. Rumen Kolev, Some Reflections about Babylonian Astrology, History of Astrology – Some Reflections about Babylonian Astrology by Rumen Kolev, 11-2000.

[17] Cf. D. Chwolsohn, Die Ssabier und der Ssabismus, St. Petersburg, 1856, τομος 2, σελ. 382-398, και ο Michael Baigent, στο From the Omens of Babylon, London, Arkana-Penguin, 1994, σελ. 186-187.

[18] Cf. Franz Cumont, Astrology and Religion Among the Greeks and Romans, English tr., 1912; New York, Dover, 1960. Ο S. Gandz πιστεύει ότι έχει Εβραϊκή προέλευση (“The Origin of the Planetary Week,” στο Proceedings of the American Academy for Jewish Research, 18, 1949).

[19] Cf. Françoise Gauquelin, “The Greek Error or Return to Babylon,” στο: Astro-Psychological Problems, 3.3, 1985.

[20] Cf. Dom Néromann, Grandeur et pitié de l’astrologie, Paris, Sorlot, 1940, σελ. 39-47.

[21] Οι καταγεγραμμένες αναφορές-παρατηρήσεις Βαβυλωνίων αστρονόμων από το 700 π.Χ. δείχνουν ότι ήδη κατείχαν ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων περί των πλανητικών τροχιών και κινήσεων (cf. Bartel van der Waerden, “Babylonian Astronomy,” στο: Journal of Near Eastern Studies, 8, 1949, και Abraham Sachs και Hermann Hunger, Astronomical Diaries and Related Texts from Babylonia, Vienna, 1988, τομος 1.

[22] Ο Etienne Guille σημειώνει την σύγχρονη απόδοση του Ψευδαργύρου στον πλανήτη Ουρανό, όπως και το κοβάλτιο στον Πλούτωνα και το μαγγάνιο στον Ποσειδώνα, στο: L’alchimie de la vie (Biologie et tradition), Monaco, Le Rocher, 1983, σελ. 70.

 

All rights reserved © 2002-2004 Matyas Becvarov & Patrice Guinard

Συγγραφέας: Patrice Guinard
Πρωτότυπος τίτλος: Planets, Colors and Metals
Πηγή: C.U.R.A. The International Astrology Research Center Astrological Planets. Planets, Colors and Metals. – by Patrice Guinard
Μετάφραση στα αγγλικά: Matyas Becvarov

Μετάφραση στα ελληνικά- Απόδοση: Αγγελική Κ. της Ομάδας Editors and Staff του myHoroscope.gr
(κατόπιν έγγραφης άδειας του εκδότη και συγγραφέα Patrice Guinard).

0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments